κατειλωτίζομαι

κατειλωτίζομαι
κατειλωτίζομαι (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα (μόνο μτχ. η παθ. παρακμ.) «κατειλωτισμένος
καταδεδουλωμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εἰλωτίζομαι «αιχμαλωτίζομαι, δουλώνομαι» (< εἴλως, -τος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”